εγχέζω

εγχέζω
ἐγχέζω (Α)
φρ.
1. «οὗτος τί δέδρακας;» — «ἐγκέχοδα» — χέστηκα, τά 'κάνα πάνω μου απ' τον φόβο
2. «κἀγκεχοδασί μ' οἱ πλουτοῡντες» — και τά κάνουν απάνω τους οι πλούσιοι όταν μέ βλέπουν (Αριστφ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐγκέχοδα — ἐγχέζω incacare perf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'γχέσαιμ' — ἐγχέσαιμι , ἐγχέζω incacare aor opt act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀγκεχόδασι — ἐγκεχόδᾱσι , ἐγχέζω incacare perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀγκεχόδασιν — ἐγκεχόδᾱσιν , ἐγχέζω incacare perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”